- πεντέκτενος
- -ον, Α1. αυτός που είναι υφασμένος στην παρυφή με πέντε πορφυρά νήματα και με τρόπο κυματιστό2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πεντέκτενακοντοί χιτώνες υφασμένοι στην παρυφή τους με πέντε χρώματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντε- (βλ. πεντα-) + -κτενος (< κτείς, κτενός), πρβλ. ά-κτενος].
Dictionary of Greek. 2013.