πεντέκτενος

πεντέκτενος
-ον, Α
1. αυτός που είναι υφασμένος στην παρυφή με πέντε πορφυρά νήματα και με τρόπο κυματιστό
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πεντέκτενα
κοντοί χιτώνες υφασμένοι στην παρυφή τους με πέντε χρώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντε- (βλ. πεντα-) + -κτενος (< κτείς, κτενός), πρβλ. ά-κτενος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πεντεκτένους — πεντέκτενος with five purple threads woven zig zag round the border masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντέκτενα — πεντέκτενος with five purple threads woven zig zag round the border neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντέκτενοι — πεντέκτενος with five purple threads woven zig zag round the border masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτεις — ο (AM κτείς, ενός) θαλάσσιο οστρακόδερμο, το χτένι («ἂν δ οἷον οἱ κτένες κρεῶδες ἔχωσι τὸ πρὸς τῷ μυκτῆρι», Αριστοτ.) αρχ. 1. όργανο με το οποίο διευθετούνται, ευτρεπίζονται τα μαλλιά, χτένι 2. εξάρτημα τού αργαλειού από το οποίο διέρχονται οι… …   Dictionary of Greek

  • πεντεκτενής — ές, Α ο πεντέκτενος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού πεντάκτενος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”